- διφροφόρος
- διφροφόρος, -ον (Α)1. αυτός που μεταφέρει δίφρο, κάθισμα (για τις γυναίκες τών μετοίκων που μετέφεραν καθίσματα για τις κανηφόρες)2. εκείνος που μεταφέρει άλλον καθισμένο σε δίφρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διφροφόρος — carrying a camp stool masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφροφόρον — διφροφόρος carrying a camp stool masc/fem acc sg διφροφόρος carrying a camp stool neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφροφόροι — διφροφόρος carrying a camp stool masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφροφόρου — διφροφόρος carrying a camp stool masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίφρος — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού άρματος όπου κάθονταν ο αρματηλάτης και ο πολεμιστής. Αργότερα, ονομάστηκε δ. το ίδιο το άρμα ή η άμαξα. Στους ηρωικούς χρόνους η δ. ήταν εξάρτημα του πολεμικού άρματος, όπου κάθονταν ο ηνίοχος και ο παραβάτης… … Dictionary of Greek